- ξινόμηλο
- ekşi elma
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
ξινόμηλο — το ο καρπός τής ξινομηλιάς … Dictionary of Greek
ξινόμηλο — το μήλο ξινό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγουρόμηλο — το 1. είδος αγριόμηλου, το ξινόμηλο 2. κάθε άγουρο μήλο … Dictionary of Greek